παύρος

παύρος
-ον, Α
(χωρίς θηλυκό
βλ. παυράς)
1. μικρός, βραχύς («παύρῳ δ' ἔπει θήσω φανέρ'«, Πίνδ.)
2. (για χρόνο) λίγος, μικρός, βραχύς, σύντομος, γοργός («παῦρον τέλος βιότοιο», Εμπ.)
3. (ποιητ.) λίγος («παῦροι ἄνδρες», Θέογν.)
4. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) παῦρον
για λίγο χρόνο («παῦρον ἀνθήσας», Λυκόφρ.)
5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) παῦρα
λίγες φορές, σπάνια
6. (με περιληπτ. όνομα) μικρός κατά τον αριθμό («παῦρος λαός» — λίγος, μερικός κόσμος, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παῦρος ανάγεται σε θ. παυ- / *pau- (πρβλ. λατ. paucus «λίγος», pauper «φτωχός») με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -α- (βλ. λ. παις). Η λ. αντιστοιχεί ακριβώς με το λατ. parvus «μικρός» (για την εναλλαγή στο σύμπλεγμα -rv-, πρβλ. νεῦρον: λατ. nervus)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παῦρος — little masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παῦρον — παῦρος little masc/fem acc sg παῦρος little neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παῦρα — παῦρος little neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παῦροι — παῦρος little masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παυρότερον — παῡρότερον , παῦρος little adverbial comp παῡρότερον , παῦρος little masc acc comp sg παῡρότερον , παῦρος little neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ …   Dictionary of Greek

  • παυροτέρας — παῡροτέρᾱς , παῦρος little fem acc comp pl παῡροτέρᾱς , παῦρος little fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παυροτέρων — παῡροτέρων , παῦρος little fem gen comp pl παῡροτέρων , παῦρος little masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παῦρ' — παῦρα , παῦρος little neut nom/voc/acc pl παῦρε , παῦρος little masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καύρος — καῡρος και καυρός, α, ον (Α) κακός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία εικασία είναι προϊόν συμφυρμού τών καύνος και παῡρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”